ὁμηλίκων

ὁμηλίκων
ὁμήλικος
of like age
masc/fem/neut gen pl
ὁμη̱λίκων , ὁμῆλιξ
of the same age
masc/fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • близокъ — БЛИЗОК|Ъ (12), А с. 1.Родственник, свойственник: Написахъ же еу(г)лие се. рабоу б҃жию нареченоу сѫщоу въ кр҃щении иосифъ. а мирьскы остромиръ. близокоу сѫщоу. изѩславоу кънѩзоу. ЕвОстр 1056 1057, 294в (запись); А брата своего столъ порѫчи правити …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κώμος — Αρχαιοελληνική γιορτή με μουσική και χορούς. Πολλές φορές μετά τα συμπόσια οι καλεσμένοι έβγαιναν στους δρόμους με λαμπάδες και στεφάνια και έκαναν παρέλαση τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής. Αργότερα, οργανώνονταν κ. για να τιμηθούν ορισμένοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”